Κριτική ταινίας: 1917 / Σκηνοθέτης: Sam Mendes / Παραγωγή: 2019
Ευτυχώς κυκλοφορούν, έστω και σπάνια, και Χολιγουντιανές (συμ)παραγωγές όπως το 1917 για να μας θυμίζουν τι είναι καλός κινηματογράφος. Κι εδώ δεν αναφέρομαι μόνο στο τεχνικό κομμάτι για το οποίο έχει γίνει όλος ο ντόρος: για όσους δεν γνωρίζουν, ο σκηνοθέτης Sam Mendes (American Beauty) έχει κινηματογραφήσει όλη την ταινία με την ψευδαίσθηση ενός μεγάλου μονοπλάνου, όπου οι κάμεραμαν ακολουθούν τους δύο πρωταγωνιστές διαρκώς, εντυπωσιάζοντας με πλάνα και τεχνικές που, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται ακατόρθωτα (φυσικά, δεν πρόκειται για ένα μονοπλάνο -για κάτι τέτοιο παραπέμπω τον θεατή στη Ρώσικη Κιβωτό του Sokurov- αλλά η αίσθηση παραμένει η ίδια). Ωστόσο, η πραγματική υπεροχή της ταινίας δεν έχει να κάνει απλώς με τα τεχνικά μέσα. Για την ακρίβεια, οι τεχνικές λεπτομέρειες εδώ συνυπάρχουν για να βοηθήσουν στη ροή και το ρυθμό της πλοκής και δεν λειτουργούν ως συμπρωταγωνιστές (όπως π.χ. γίνεται σε άλλες ταινίες). Αντί αυτού, το εφέ του μονοπλάνου υπογραμμίζει το φιλοσοφικό υπόβαθρο της ταινίας, που και αυτό με τη σειρά του «πατάει» στις ανατολικές φιλοσοφίες: η ροή της κάμερας δεν είναι το μέσο που απεικονίζει τα δρώμενα, δεν είναι ο αφηγητής, αλλά η ίδια η κινητήρια δύναμη όλων: η αδιάκοπη ανάσα της ζωής, ακόμα και όταν η ζωή παύει να υπάρχει ως ύλη.
Και επειδή το παραπάνω ίσως να ακούγεται ως αμπελοφιλοσοφία, αφήστε με να εξηγήσω. Κάποιος θα μπορούσε πολύ εύκολα να χαρακτηρίσει το 1917 ως μία (αντι)πολεμική ταινία, αλλά κάτω από αυτό τον ελλιπή χαρακτηρισμό κρύβεται ένα φιλοσοφικό δοκίμιο για την αμφίλογη σχέση του χώρου-χρόνου και μνήμης-λήθης. Όλη η ταινία έχει μία οργανική ροή που θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι βασίζεται στις βουδιστικές διδαχές και ο ίδιος ο αγώνας των πρωταγωνιστών παραπέμπει στη «Saṃsāra» και τον αδιάκοπο κύκλο της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης. Οι αναπαραστάσεις από τον θιβετιανό «Τροχό της Ζωής» είναι πανταχού παρούσες, όπου ως θεατές παρακολουθούμε τα όντα και τα πράγματα τόσο στην έμβια όσο και στη μη έμβια κατάστασή τους: ζωντανά και νεκρά ζώα, κερασιές κομμένες και παρατημένες κι έπειτα σε πλήρη άνθηση. Άνθρωποι που αναζητούν την εξουσία, ηγέτες αλαζόνες και άπληστοι, το «Βασίλειο της Κόλασης» και, φυσικά, το τελευταίο μονοπάτι για τη «Νιρβάνα». Η αδυναμία να κατανοήσει κάποιος το φιλοσοφικό υπόβαθρο που το 1917 καλύπτει μέσα σε δύο ώρες μόνο, θα οδηγήσει τα ίδια άτομα να εκτιμήσουν, δυστυχώς, την ταινία ως εντυπωσιακό μέσο διασκέδασης μόνο και όχι ως το έργο τέχνης που είναι. Επιτρέψτε μου να σας δώσω ένα παράδειγμα:
Από απλή περιέργεια έψαξα να διαβάσω τυχόν αρνητικές κριτικές για να διαπιστώσω για ποιο πράγμα θα μπορούσε να παραπονεθεί κάποιος. Σε αυτούς, λοιπόν, που ισχυρίζονται ότι η ταινία βασίζεται μόνο στα τεχνικά της μέσα ή ότι το σενάριο κατακλύζεται από κλισέ και υπερβολές (κυνηγητό, ακατόρθωτα άλματα από γέφυρες, ορφανά μωρά, αεροπλάνα που πέφτουν, κτλ.) μπορώ μόνο να απαντήσω πως είναι ξεκάθαρο ότι έχουν πάρει το σενάριο κυριολεκτικά, ενώ τα καλλιτεχνικά μέσα του σκηνοθέτη αφήνουν να εννοηθεί ότι όλη η ταινία είναι μία αλληγορία. Ο νεωτερισμός του Mendes συναντάται ακριβώς σε αυτή την ικανότητα του να χρησιμοποιεί τα συγκεκριμένα κινηματογραφικά τεχνάσματα και να πατάει σε γνώριμα σεναριακά μονοπάτια ταινιών δράσης, ώστε να τα μεταποιήσει, εν τέλη, σε ένα πρωτότυπο, καινοτόμο δημιούργημα χωρίς τις κοινοτοπίες των πολεμικών ταινιών.
Όταν η ίδια η Κόλαση χορογραφείται (στο γαλλικό χωριό του Écoust-Saint-Mein) ως μία σκηνή βγαλμένη κατευθείαν από το Λυκόφως των Θεών (του Βάγκνερ, προς αποφυγή παρεξηγήσεων) ή όταν ως θεατές βλέπουμε μία αναπαράσταση των υπόγειων χαρακωμάτων λες και πρόκειται για ανάγνωσμα του Δάντη, δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την καλλιτεχνική ικανότητα του Sam Mendes που κατορθώνει, μαζί με το επιβλητικό τέχνασμα της αιωνίως κινούμενης κάμερας να παραπέμψει ανεπαίσθητα στη Δυτική Τέχνη αλλά και στον Schopenhauer (βλ. π.χ., την αναφορά στο “Περί της Τετραπλής Ρίζας…” για το πώς η αναπαράστασης της συνύπαρξης είναι αδύνατη μόνο στο χρόνο, αφού χρειάζεται και η αναπαράσταση του χώρου για να ολοκληρώθεί, ή πώς ο νοητός μας χαρακτήρας βρίσκεται έξω από τη σφαίρα του χώρου και του χρόνου σε σχέση με τον εμπειρικό μας χαρακτήρα…* )
Τώρα, όσον αφορά το ερμηνευτικό κομμάτι, και ο George MacKay αλλά και ο Dean-Charles Chapman προσφέρουν από τα καλύτερα δείγματα ηθοποιίας που έχουμε δει φέτος (το γεγονός ότι δεν προτάθηκαν για Όσκαρ πιθανώς έχει να κάνει με λόγους άσχετους με την καλλιτεχνική ερμηνεία, αφού και οι δύο είναι σαφώς καλύτεροι από τους υπόλοιπους φετινούς υποψηφίους). Αυτές οι αψεγάδιαστες ερμηνείες είναι κατά κάποιον τρόπο αναμενόμενες: ο Sam Mendes είναι καταξιωμένος θεατρικός σκηνοθέτης, κάτι που στο 1917 φαίνεται ξεκάθαρα: η θεατρικότητα των ηθοποιών, που συνήθως εκφράζεται με μία απλή κίνηση, απαλό νεύμα ή έκφραση του προσώπου, ξεπερνά τα υστερικά (και συχνά αβαντοδόρικα) ερμηνευτικά τεχνάσματα των οσκαρικών ταινιών.
Η απόφαση του σκηνοθέτη να χρησιμοποιήσει αυτοσχέδιες μεθόδους χειρισμού της κάμερας, μαζί με την χορογραφημένη θεατρικότητα όλων των ηθοποιών και των εκατοντάδων κομπάρσων, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός νέου κινηματογραφικού είδους που ξεπερνά το τυπικό αντιπολεμικό έπος, συνδυάζοντας τα ρεαλιστικά μέσα της θεατρικής παράστασης με την απατηλή ψευδαίσθηση του κινηματογραφικού χρόνου. Και για να αναφερθώ στον Βάγκνερ πάλι (αυτή τη φορά στον Πάρσιφαλ), εδώ πράγματι «ο χρόνος γίνεται χώρος».
Προσθέστε σε όλα τα παραπάνω την εκπληκτική φωτογραφία, όπου εδώ δεν μιλάμε απλώς για εντυπωσιακά σκηνικά αλλά για στοχευμένες αναπαραστάσεις της φύσης που συνεισφέρουν ενεργά στο δίπτυχο χώρου-χρόνου. Τέλος, να αναφέρουμε και το τόσο έξυπνο soundtrack του συνθέτη Thomas Newman, ο οποίος εύλογα χρησιμοποιεί μια ποικιλία στυλ για να τονίσει τα διαφορετικά στάδια στον κύκλο της ζωής: από το σόλο τσέλο στους ηλεκτρονικούς ήχους, και από το την επική παρτιτούρα στην ποιμενική λιτότητα των εγχόρδων που θα μπορούσαν άνετα να αποτελούν έργο του Ralph Vaughan Williams ή του Finzi.
Θα μπορούσα να συνεχίσω για το τεχνικό και φιλοσοφικό βάθος του 1917, αλλά ο κριτικός καλό είναι να μη δίνει υπερβολική τροφή στις προσδοκίες του θεατή, ούτε να υπεραναλύει, ειδικά όταν πρόκειται για τόσο αφαιρετικά έργα. Οπότε θα κλείσω απλώς λέγοντας ότι το 1917 είναι γνήσιο καλλιτεχνικό δημιούργημα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και τεχνικό επίτευγμα άξιο θαυμασμού.
Προσωπική αξιολόγηση: 8/10 (Α)
*Schopenhauer, On the Freedom of the Human Will και, επίσης, On the Fourfold Root of the Principle of Sufficient Reason.
Featured Image: 1917 Official website