Τζόκερ, Todd Phillips

Κριτική ταινίας – Τζόκερ (Joker) / Σκηνοθεσία; Todd Phillips / Παραγωγή: 2019

Το Joker είναι μία βαθύτατα πολιτική ταινία που, δυστυχώς, δεν μπορεί να γίνει πλήρως αντιληπτή από τον μέσο Έλληνα θεατή, δεδομένου ότι δεν γνωρίζει κάποια από τα περιστατικά της σύγχρονη αμερικανικής ιστορίας (π.χ. τις στυγνές δολοφονίες του Bernhard Goetz το 1984 – στις οποίες γίνεται έμμεση αναφορά). Πράγμα απολύτως λογικό, γιατί κάποια από αυτά δεν είχαν πάρει μεγάλη έκταση εκτός ΗΠΑ. Γιατί ξεκινάω όμως τη δικη μου κριτική με αυτό τον τρόπο; Επειδή πραγματικά είναι δύσκολο να γράψω κάτι για το Τζόκερ που να είναι έστω και λίγο ενθαρρυντικό.

Η ταινία δίχασε κριτικούς. Ναι, αυτή η πρόταση αποτελεί ίσως ένα από τα μεγαλύτερα κλισέ στην τέχνη, αλλά σε αυτή την περίπτωση πρέπει να πούμε ότι αρκετοί επώνυμοι κριτικοί έγραψαν τα χειρότερα για την ταινία, άλλοι πάλι ήταν ενθουσιώδεις, ενώ στο Φεστιβάλ Βενετίας η επιτροπή της έδωσε το πρώτο βραβείο. Η αλήθεια είναι ότι και άλλες φορές σε ευρωπαϊκά φεστιβάλ έχουν διακριθεί ταινίες που δεν άξιζαν το πρώτο βραβείο. Εδώ όμως υπάρχει μια σημαντική διαφορά: Η βράβευση του Τζόκερ είναι σκανδαλώδης, αφενός επειδή η ταινία έχει κατηγορηθεί ότι ξεπερνά τα όρια της ηθικής, αφετέρου γιατί η βράβευσή της έρχεται αντιμέτωπη με την κατακραυγή μιας μερίδας πολύ σημαντικών κριτικών κινηματογράφου. 

Η προσωπική μου άποψη συμφωνεί με τους τελευταίους: για να είμαι λακωνικός θεωρώ ότι ναι, η ταινία σαφώς είναι ρηχή και δεν έχει κάποια υποτυπώδη καλλιτεχνική αξία. 

Το ότι δεν υπάρχει πλοκή είναι γεγονός. Το κάπως ελλειπτικό σενάριο είναι διάτρητο παντού, από σημαντικές λεπτομέρειες ως ασήμαντες (δεν δικαιολογείται. π.χ., η τεράστια διαφορά ηλικίας ανάμεσα στον Τζόκερ και τον μικρό Μπρους, εκτός αν και σε κάποιο σίκουελ βρεθεί κάποιο σεναριακό τέχνασμα που θα την καλύψει, κάτι το οποίο εύστοχα επισημαίνει και ο κριτικος Steven D. Greydanus στην National Catholic Register). Υπάρχουν βέβαια και οι πολύ σημαντικές ελλείψεις. Από τη μία ο σκηνοθέτης Todd Phillips μας ζητάει να ταυτιστούμε με τον δολοφόνο που έχει υποφέρει σε όλη του τη ζωή, από την άλλη μένουμε στο σκοτάδι όσον αφορά την ψυχολογική του υγεία. Μήπως ο Todd Phillips πιστεύει ότι οφείλουμε να υπερασπιστούμε μία απροσάρμοστη και επικίνδυνη συμπεριφορά μόνο και μόνο επειδή ο χαρακτήρας είναι αλλοπρόσαλλα εκκεντρικός; 

Και μιας και μιλάμε για εκκεντρικούς χαρακτήρες, πολλά έχουν ειπωθεί για την ερμηνεία του Joaquin Phoenix. Από την υστερικη υπεράσπιση των φαν του που τον θελουν να σηκώνει το βραβείο στο σόου των Όσκαρ, μέχρι την αφοπλιστική άποψη της Stephanie Zacharek κρικού των Times που, ναι μεν αναγνωρίζει ότι σε άλλες ταινίες ο Phoenix έχει υπάρξει καλός ηθοποιός, εδώ όμως αναφέρει ότι ερμηνεύει τον ρόλο «τόσο έντονα που πραγματικα νιώθεις την απελπισία του να πάλλεται στις φλέβες του» (καταλήγοντας ότι η ερμηνεία είναι δραστικά απαίσια «aggressive terribleness» ο όρος που χρησιμοποιεί). Θα ήθελα πολύ να υποστηρίξω την προσπάθειά του, αλλά η αλήθεια βρίσκεται νομίζω κάπου ενδιάμεσα. Πράγματι, ο Joaquin Phoenix συχνά φτάνει στα όρια της παρωδίας — είναι λες και ο ίδιος έχει κάνει μια λίστα με τεχνικές δραματικής σχολής και τις εκτελεί, τη μια μετά την άλλη. Από την άλλη, δεν θέλω να είμαι άδικος: ο ρόλος του ταιριάζει γάντι, το μελαγχολικά διεστραμμένο βλέμμα του είναι το μεγάλο ατού στο ρόλο του. Όσον αφορά όμως από τη κινησιολογία του μεχρι το βεβιασμένο γέλιο, εκεί τα πράγματα αρχίζουν να εκτρέπονται.

Έπειτα, υπάρχουν και οι αμέτρητες συζητήσεις για το αν και πόσο η ταινία προωθεί τη βία, δικαιολογώντας έναν δολοφόνο. Κι όμως, όσο υπερβολικοί κι αν φαίνονται αυτοί οι ισχυρισμοί σε κάποιους, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι  μαζικές δολοφονίες στην Αμερική έχουν πάρει τρομακτικές διαστάσεις τα τελευταία χρόνια (άλλωστε, με γνώμονα τη λογική, οι ισχυρισμοί αυτοί είναι τελείως λογικοί — ας είμαστε ειλικρινείς χωρίς να θέλουμε να προσποιούμαστε τους προοδευτικούς. Ο προοδευτικό άνθρωπος, ούτως ή άλλως, οφείλει να νοιάζεται για την ασφάλεια της χώρας του). Το τελευταίο πράγμα που η Αμερική -και οποιαδήποτε άλλη χώρα- χρειάζεται είναι να ηρωοποιούνται οι δολοφόνοι μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Γιατί, όσο και να το αρνούνται κάποιοι, αυτό ακριβώς συμβαίνει στο Τζόκερ.  Φίλος μου που είδε την ταινία σε μεγάλη αθηναϊκή αίθουσα μου διαβίβασε ότι το κοινό ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε με κάθε φόνο του πρωταγωνιστή (!!!) Διάβασα μία πολύ καλή κριτική -που με βρίσκει σύμφωνο- από την Susan Granger η οποία χαρακτηρίζει την ταινία ως «ηθικά ανεύθυνη» (morally irresponsible) και τελειώνει με το ερώτημα-λογοπαίγνιο «if a reel threat could inspire a real threat» (αν μία ταινία-απειλή μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για μία πραγματική απειλή).

Ίσως όμως το σημείο στο οποίο η ταινία ξεπερνάει τα όρια να είναι οι ρατσιστικές προεκτάσεις: ενάντια στους μαύρους, τους πλούσιους, τους καπιταλιστές, τους ρεπουμπλικανούς, χωρίς τακτ, παρουσιάζοντας παραδείγματα μέσα από μονοδιάστατους χαρακτήρες (και εδώ επιτρέψτε μου για τελευταία φορά να επικαλεστώ έναν πολύ ωραίο όρο που χρησιμοποίησε ο Richard Brody του New Yorker όταν μίλησε για ρατσιστική εικονογραφία («racist iconography»). Το Τζόκερ έχει χαρακτηριστεί ως αριστερή ταινία, αλλά και ως πολέμια του νεοφιλελευθερισμού και δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί. Σε μία σκηνή γίνεται αναφορά μέχρι και στην ανικανότητα του κράτους να βοηθήσει τους ψυχικά ασθενείς, κάνοντες περικοπές, ενώ εμβληματική είναι και η πορεία των καταπατημένων (στην ταινία μεταμφιεσμένοι ως κλόουν προς υποστήριξη του ήρωά τους, Τζόκερ).

Όμως ας αφήσουμε τα περί πολιτικής και ηθικής στην άκρη και ας προσπαθησουμε να κρίνουμε την ταινία με καλλιτεχνικά κριτήρια. Σίγουρα η φωτογραφία είναι εντυπωσιακή, το ίδιο και το μοντάζ με μερικές σκηνές όπως αυτές στο μετρό να σου κόβουν την ανάσα. Ωστόσο, πρόκειται μόνο για καλογυρισμένα πλάνα που παρόμοια π.χ. βλέπουμε σε εντυπωσιακά μουσικά βιντεοκλίπ (είναι αυτό τέχνη;) Η ουσία, πάντως, είναι ότι η ταινία αναπαριστά την ατμόσφαιρα των κόμικς σε μεγάλο βαθμό. Ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό είναι και το soundtrack της Hildur Guðnadóttir, αν και οι επιλογές κάποιων τραγουδιών από τον σκηνοθέτη είναι πάλι ηθικά και πολιτικά αμφιλεγόμενες. Όσο απίστευτο κι αν σας φαίνεται, σε κάποια στιγμή ο Τζόκερ χορεύει τραγουδώντας το Rock and Roll Part 2 του Gary Glitter – για όσους δεν γνωρίζουν, ο εν λόγω τραγουδιστής είχε επιτεθεί σε ανήλικα κορίτσια, είχε προκαλέσει μεγάλη αίσθηση για την σεξουαλική επίθεση στα θύματά του και είχε καταδικαστεί σε 16χρονη φυλάκιση. Όπως αναφέρουν και οι ξένες κριτικές, η επιλογή του συγκεκριμένου τραγουδιού από τον σκηνοθέτη δεν μπορεί να είναι τυχαία — οι τακτικές σοκαρίσματος είναι άφθονες.

Επιστρέφοντας στο τεχνικό κομμάτι όμως (πράγμα δύσκολο όπως βλέπετε), η σκηνοθεσία είναι επιφανειακή, ακόμα και όταν έμμεσα αναφέρεται σε δύο μεγάλες ταινίες του Σκορσέζε. Στην ερμηνεία αναφέρθηκα προηγουμένως – και εδώ προσέξτε τον ενικό, μια και πέρα από τον Phoenix όλοι οι άλλοι ηθοποιοί δεν έχουν ουσιώδη ρόλο και παρελαύνουν ως χάρτινες φιγούρες. Και, εν τέλει, οι μανιέρες του Phoenix ουδεμία σχέση έχουν με μεγάλους ρόλους της 7ης τέχνης. 

Το Τζόκερ είναι μία ταινία που στα πρώτα λεπτά σκέφτηκα ότι θα είναι αριστούργημα, αλλά πριν φτάσει καν στη μέση το αίσθημα κενού ήταν αυτό που επικράτησε. Υπάρχουν ταινίες που εντυπωσιάζουν με την υπερβολή τους όταν δεν παίρνουν τον εαυτό τους σοβαρά ως έργα τέχνης, αλλά ως μέσα διασκέδασης. Ωστόσο, το Τζόκερ, ακροβατώντας μεταξύ παρωδίας και σοβαροφάνειας και με κούφια κοινωνικοπολιτικά μηνύματα (που μπορούν να αποβούν επικίνδυνα), δεν καταλήγει πουθενά: η ταινία είναι patchwork από γλαφυρές σκηνές, βεβιασμένα ραμμένες μεταξύ τους χωρίς πλοκή και σκοπό. Ακόμα και το τέλος απαρτίζεται από 3-4 διαφορετικά-εναλλακτικά φινάλε αν το καλοσκεφτεί κανείς. 

Αν η ταινία δεν έπαιρνε τον εαυτό της σοβαρά ίσως να απέφευγε την αρνητική κριτική των μίντια. Αλλά και πάλι ξεπερνά τα όρια της λογοκρισίας σε πολλούς τομείς και ακόμα και σε καλλιτεχνικό επίπεδο ο σκηνοθέτης πράττει σαν μη γνωρίζει βασικούς κινηματογραφικούς κανόνες. Βέβαια σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για Τέχνη, αλλά για τεχνική. Η γενναιόδωρη βαθμολογία μου απευθύνεται αποκλειστικά στην επιτυχημένη και συχνά εντυπωσιακή αναπαράσταση της ατμόσφαιρας των κόμικς.

Προσωπική αξιολόγηση: 2 / 10

Πόστερ © Warner Bros. Entertainment Inc.

Κατηγορία

1917, Sam Mendes

Κριτική ταινίας: 1917 / Σκηνοθέτης: Sam Mendes / Παραγωγή: 2019 Ευτυχώς κυκλοφορούν, έστω και σπάνια, και Χολιγουντιανές (συμ)παραγωγές...

Ταραντίνο, «Κάποτε στο… Χόλιγουντ»

Κριτική ταινίας: Κάποτε στο Χόλιγουντ / Σκηνοθέτης: Quentin Tarantino / Παραγωγή: 2019 Το ότι ο Ταραντίνο μπορεί να...

Παράσιτα, Bong Joon-Ho

Εν τέλει, μια όχι κακή ταινία, άριστη από τεχνικής άποψης, καθόλου βαρετή, αλλά αφελής στους συμβολισμός της, η οποία θα απογοητεύσει τους απαιτητικούς σινεφίλ που θέλουν να δουν ένα έργο με κάποια καλλιτεχνική αξία.

Τζόκερ, Todd Phillips

Κριτική ταινίας - Τζόκερ (Joker) / Σκηνοθεσία; Todd Phillips / Παραγωγή: 2019 Το Joker είναι μία βαθύτατα πολιτική...

«Η Μεταμόρφωση και άλλες ιστορίες», Κάφκα

Κριτική, βιβλίο / Τίτλος: Η Μεταμόρφωση και άλλες ιστορίες / Συγγραφέας: Φραντζ Κάφκα / Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός / Εκδ. ΜίνωαςΡωτήστε...

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Η κριτική αυτή είναι για κλάματα. Σχεδόν τίποτα απ’ όσα γράφει δε στέκει ως κριτική. Ίσως να τα άκουγες αυτά από κανένα πρεφαδόρο παππού στο καφενείο του χωριού μου, αλλά ένα περιοδικό που θέλει να λέγεται «the high arts» δε μπορεί να δημοσιεύει κείμενα που θα τα απέρριπτε ακόμα κι η Athens Voice.

    Ενδεικτικά αναφέρω μερικά αποσπάσματα:

    «Το ότι δεν υπάρχει πλοκή είναι γεγονός. Το κάπως ελλειπτικό σενάριο είναι διάτρητο παντού, από σημαντικές λεπτομέρειες ως ασήμαντες (δεν δικαιολογείται. π.χ., η τεράστια διαφορά ηλικίας ανάμεσα στον Τζόκερ και τον μικρό Μπρους, εκτός αν και σε κάποιο σίκουελ βρεθεί κάποιο σεναριακό τέχνασμα που θα την καλύψει, κάτι το οποίο εύστοχα επισημαίνει και ο κριτικος Steven D. Greydanus στην National Catholic Register).»

    Και όμως, η κριτική αποφασίζει να ξεκινήσει με τη διαφορά ηλικίας ανάμεσα στον Τζόκερ και τον Μπάτμαν, που τη θεωρεί υπερβολικά μεγάλη. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι δεν έχει καμία σημασία, διότι η διαφορά ηλικίας τους δεν επηρεάζει σε τίποτα τις θεματικές της ταινίας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι, αν η ανάδειξη του δράματος του Τζόκερ απαιτεί να αλλάξει η ηλικία του, είναι ακριβώς αυτή η ποιητική αδεία που επιτρέπουμε σε ένα σκηνοθέτη ή ηθοποιό. Αλλά δε χρειάζεται, διότι η διαφορά ηλικίας των 15-20 ετών είναι συμβατή με την υπόλοιπη μυθολογία του Μπάτμαν, που έτσι κι αλλιώς είναι γεμάτη ασυνέχεια στη συνολική της πλοκή, όπως όλα τα comics, ιδίως αν εκδίδονται εδώ και 60-70 χρόνια.

    «Το τελευταίο πράγμα που η Αμερική -και οποιαδήποτε άλλη χώρα- χρειάζεται είναι να ηρωοποιούνται οι δολοφόνοι μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας.»

    Αναρωτιέμαι αν αυτό το επιχείρημα εμφανίζεται και στην κριτική ταινιών όπου όντως ηρωοποιούνται οι δολοφόνοι, όπως π.χ. οι διάφορες πολεμικές ταινίες όπου Αμερικάνοι στρατιώτες πάνε και σκοτώνουν τυχαίους «sand niggers», όπως αποκαλούν τους διάφορους κατοίκους της μέσης ανατολής (οι οποίοι ανήκουν σε πολλές και διάφορες κουλτούρες με ιστορία πολλαπλάσια σε διάρκεια και συνεισφορά στον παγκόσμιο πολιτισμό από αυτή των ΗΠΑ). Ή τις κατασκοπικές ταινίες όπου οι βασικοί ήρωες σκοτώνουν για πλάκα όποιον τους σταθεί εμπόδιο και κάνουν και κανένα αστειάκι στο τέλος. Ή ακόμα και τις άλλες ταινίες με υπερήρωες, όπου οι θάνατοι δικαιολογούνται μόνο με το διαχωρισμό «καλός-κακός», λες κι είμαστε 2 χρονών.

    Επίσης, πρέπει να είναι κανείς τυφλός και κουφός για να νομίζει ότι στο Τζόκερ ηρωοποιούνται οι δολοφόνοι. Επειδή νιώθουμε μια συμπόνια για το χαρακτήρα και βλέπουμε τα πράγματα από την οπτική του, δε σημαίνει ότι γουστάρουμε ξαφνικά τους φόνους. Εξ’ άλλου, ακόμα κι ο ίδιος ο Άρθουρ, μέχρι να γίνει Τζόκερ, αισθάνεται την ίδια απέχθεια προς τους φόνους με εμάς. Αρχίζει να έρχεται πιο κοντά στη σκοτεινή του πλευρά καθώς αποδέχεται την ταυτότητα του Τζόκερ, αλλά εμείς έχουμε ταυτιστεί περισσότερο με τον Άρθουρ. Όπως ο Τζόκερ είναι, για τον Άρθουρ, ένας σκοτεινός δαίμονας (με την αρχαία ελληνική έννοια) που κρύβεται μέσα του, έτσι είναι και για εμάς, εμάς που κουβαλάμε τους αντίστοιχους σκοτεινούς δαίμονες μέσα μας.

    Ο ρόλος της τέχνης είναι να λέει την αλήθεια, και αυτοί οι δαίμονες υπάρχουν (όχι κυριολεκτικά, προφανώς). Ένα έργο τέχνης είναι υποχρεωμένο να καταπιαστεί ΚΑΙ με αυτούς τους δαίμονες, τους σκοτεινούς, τους οργισμένους και σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο στον κινηματογράφο. Δεν είναι καν πρωτότυπο να δείχνει μια ταινία τη σκοτεινή πλευρά ενός χαρακτήρα και το πως σταδιακά αυτή κυριαρχεί επάνω του. Μερικά από τα κορυφαία αριστουργήματα του κιν/φου (αλλά και της αρχαίας τραγωδίας, της ποίησης κλπ.) στηρίζονται ακριβώς σε αυτή την ιδέα που απορρίπτεται εδώ ως επικίνδυνη.

    «Ίσως όμως το σημείο στο οποίο η ταινία ξεπερνάει τα όρια να είναι οι ρατσιστικές προεκτάσεις: ενάντια στους μαύρους, τους πλούσιους, τους καπιταλιστές, τους ρεπουμπλικανούς, χωρίς τακτ»

    Κατ’ αρχάς, δεν είδα πουθενά ρατσισμό κατά των μαύρων. Κατά δεύτερον, δεν είδα που αναφέρονται οπουδήποτε οι «ρεπουμπλικάνοι» (που σημαίνει ότι οι Δημοκρατικοί, τι, περνάνε στο απυρόβλητο; Δε νομίζω).

    Κατά τρίτον, το να στρέφεται ένα έργο τέχνης κατά των πλουσίων ή των καπιταλιστών δεν ονομάζεται ρατσισμός, αλλά πολιτική θέση. Μπορεί να διαφωνείς με αυτήν ή να τη θεωρείς ακραία, αλλά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ.

    Ο ρατσισμός είναι μια άδικη διάκριση που βασίζεται στην καταγωγή. Εδώ η άδικη διάκριση γίνεται, προφανώς, εις βάρος του Άρθουρ, που λόγω καταγωγής βρίσκεται παρατημένος στο περιθώριο. Αυτό μας λέει η ταινία. Ο Άρθουρ είναι το θύμα του ρατσισμού, που τον πέταξαν σα στημένη λεμονόκουπα αυτόν και τη μάνα του, τον περιθωριοποίησαν, δεν του έδειξαν καμία συμπόνια. Το να πεις ότι η ταινία είναι ρατσιστική προς τους ισχυρούς που κάνουν κουμάντο, επειδή ο καταπιεσμένος υψώνει, μέσα στην τρέλα του, τη φωνή του εναντίον τους αποτελεί επικίνδυνη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. (αυτές τις απόψεις, πάντως, θα μπορούσε να τις δημοσιεύσει και η Athens Voice).

    «Όμως ας αφήσουμε τα περί πολιτικής και ηθικής στην άκρη και ας προσπαθήσουμε να κρίνουμε την ταινία με καλλιτεχνικά κριτήρια. Σίγουρα η φωτογραφία είναι εντυπωσιακή, το ίδιο και το μοντάζ με μερικές σκηνές όπως αυτές στο μετρό να σου κόβουν την ανάσα.»

    Ναι, σίγουρα τα άφησες τα πολιτικά θέματα στην άκρη… Παραδέχεσαι ότι η ταινία είναι αισθητικά και τεχνικά άρτια, αλλά της βάζεις 2/10; Πως γίνεται;

    «Όσο απίστευτο κι αν σας φαίνεται, σε κάποια στιγμή ο Τζόκερ χορεύει τραγουδώντας το Rock and Roll Part 2 του Gary Glitter – για όσους δεν γνωρίζουν, ο εν λόγω τραγουδιστής είχε επιτεθεί σε ανήλικα κορίτσια, […]»

    Για να καταλάβουμε για τι επίπεδο κριτικής μιλάμε… Ναι, και ο βοηθός φωτισμού έχει έναν ξάδερφο που ήταν στην Κου Κλουξ Κλαν. Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.

    Γενικά:
    Από πλευράς έκτασης, η «κριτική» καταπιάνεται κατά 70% με πολιτικά θέματα, και μόνο κατά 30% με το καλλιτεχνικό μέρος, στο οποίο μάλιστα, παραδέχεται, ότι τα περισσότερα πράγματα ήταν πολύ καλά. Βρίσκει, βέβαια, παντού ψεγάδια, αλλά όχι σοβαρά. Λέει ότι η ερμηνεία του Φίνιξ δεν ήταν τόσο καλή όσο λέει ο κόσμος, αλλά πάντως καλή. Λέει ότι η μουσική ήταν πολύ καλή, ΟΚ δεν ήταν Μορικόνε, αλλά καλή. Λέει ότι τα πλάνα και οι εικόνες, η κινηματογράφηση και ο ρυθμός ήταν εξαιρετικά. οπότε πως ακριβώς δικαιολογεί το 2/10; 1 βαθμό να έδινε για κάθε ένα από τα παραπάνω, θα έπιανε ένα 5αράκι.

    «Η γενναιόδωρη βαθμολογία μου απευθύνεται αποκλειστικά στην επιτυχημένη και συχνά εντυπωσιακή αναπαράσταση της ατμόσφαιρας των κόμικς.»

    Παρεμπιπτόντως, τα κόμικς ψιλο-άφησε στην άκρη ο σκηνοθέτης, για να κάνει τα δικά του…

    Όχι, δεν το τρώμε αυτό. Η βαθμολογία σου στηρίζεται στο ότι διαφωνείς πολιτικά με την ταινία. Το οποίο θα ήταν μια χαρά αποδεκτό, αν δεν το παρουσίαζες ως κινηματογραφική κριτική. Μόνο εσύ κι ο Ριζοσπάστης…

    • κ. Σπύρο, ευχαριστώ για το σχόλιο. Νιώθω την ανάγκη να σας απαντήσω γιατί υποθέτω ότι μάλλον δεν διαβάσετε τις αρνητικές κριτικές στον ξένο Τύπο (153 αυτή τη στιγμή στο Rotten Tomatoes – ναι μόνο το 1/3 από τις συνολικές είναι αρνητικές, αλλά ποιοτικά θα δείτε ότι οι αρνητικές προέρχονται από πολύ μεγάλα ονόματα του χώρου). Αυτά που γράφω δεν λένε τίποτα καινούριο σε σχέση με αυτά που αναφέρουν οι ξένες κριτικές, οπότε το να λέτε “Η κριτική αυτή είναι για κλάματα. Σχεδόν τίποτα απ’ όσα γράφει δε στέκει ως κριτική.” είναι σαν να αναιρεί αυτές τις 158 κριτικές. Διαβάστε αν θέλετε κριτικές των Times, New Yorker, Guardian – πάνω κάτω όλοι λέμε τα ίδια. Δεν στέκουν δηλ. ως κριτικές και είναι για κλάματα;

      Λέτε ότι το 70% του άρθρου καταπιάνεται με πολιτικά θέματα. Διαφωνώ: γιατί και αυτό είναι μέρος της καλλιτεχνικής δημιουργίας, ειδικά όταν οι αποφάσεις του σκηνοθέτη για πολιτικά μηνύματα είναι συνειδητές. Σας καταλαβαίνω, ωστόσο, αυτό είναι και το νο1 παράπονο των υποστηρικτών της ταινίας προς τους ξένους κριτικούς: ότι εστιάζουν επί το πλείστον στην πολιτική. Ακόμα και στο site του Roger Ebert, θα δείτε ότι πολλοί φαν της ταινίας διερωτώνται ειρωνικά: Πού είναι η κριτική; Απλώς θεωρούμε ότι οι απόψεις του σκηνοθέτη αποτελούν μέρος της δημιουργίας. Άλλωστε τόνισα ό,τι θετικό βρήκα, νομίζω, αν είχε κι άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία θα αφιέρωνα άλλες 500 λέξεις τονίζοντας τα προτερήματά της.

      Λέτε: “Επίσης, πρέπει να είναι κανείς τυφλός και κουφός για να νομίζει ότι στο Τζόκερ ηρωοποιούνται οι δολοφόνοι.’ Άρα εμείς οι εκατοντάδες των θεατών και κριτικών που το πιστεύουμε είμαι τυφλοί και κουφοί. Προσβλητικό, αλλά εντάξει.

      “Ο ρόλος της τέχνης είναι να λέει την αλήθεια” – Με αυτό διαφωνώ καθέτως. Πολλά έργα στηρίζονται μόνο στη φανταστικό. Για μένα ο ρόλος της τέχνης -όπως αναφέρω και στο σάιτ- είναι η πνευματική αφύπνιση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι και μία ταινία που δεν καταφέρνει αυτή την αφύπνιση, θα την έκρινα αρνητικά (π.χ. για να αναφέρω ενδεικτικά το “Θα χυθεί αίμα”: είναι από τις αγαπημένες μου ταινίες των τελευταίων χρόνων, χωρίς ωστόσο να διακρίνω ίχνος πνευματικότητας).

      Όταν ανέφερα τις εγκληματικές πράξεις του Gary Glitter απαντήσατε: “Για να καταλάβουμε για τι επίπεδο κριτικής μιλάμε… Ναι, και ο βοηθός φωτισμού έχει έναν ξάδερφο που ήταν στην Κου Κλουξ Κλαν. Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.” Για το επίπεδο κριτικής που αναφέρετε, ενδεικτικά σας λέω ότι πολλοί μεγάλοι κριτικοί αναφέρουν τον Gary Glitter ΑΚΡΙΒΩΣ επειδή πολλοί από αυτούς το θεωρούν απαράδεκτο, κριτικές μεγάλων εφημερίδων και περιοδικών. Ενδεικτικά: CNN, The New Yorker, Fox News, The New York Times… Οπότε όταν λέτε “Για να καταλάβουμε για τι επίπεδο κριτικής μιλάμε… ” φαντάζομαι αναφέρεστε σε όλους αυτούς επίσης. Επίσης, να σας πω ότι μετά την καταδίκη του τραγουδιστή, το τραγούδι άτυπα απαγορεύτηκε (βασικά δεν τολμούσε να το αναφέρει κανείς, και φανταστείτε κάποτε το τραγουδούσαν κατά κόρον σε αγώνες ποδοσφαίρου από ότι διάβασα). Αν διαβάσετε για τα εγκλήματα του τραγουδιστή, ήταν αποτρόπαια. Να όμως που ο σκηνοθέτης μετά από χρόνια το χρησιμοποιεί και μάλιστα σε μία σκηνή όπου ο πρωταγωνιστής χορεύει υπό τους ρυθμούς του, μόλις έχει διαπράξει φόνους. Νομίζω λοιπόν ότι δεν έχει καμία σχέση με τον βοηθό φωτισμού που έχει έναν ξάδερφο όπως λέτε…

      Λέτε επίσης ότι διαφωνώ πολιτικά γι΄αυτό καταλήγω και σε αυτή τη βαθμολογία. Μα προσωπικά δεν τοποθετούμαι καν πολιτικά! Και άλλωστε η ίδια ταινία έχει τοποθετηθεί σε διαφορετικές πολιτικές πλευρές από διαφορετικούς κριτικούς!

      Όσο για την βαθμολογία μου, αν διαβάσετε την εξήγηση που έχω στο σάιτ για το πως λειτουργεί το σύστημα βαθμολογίας μου, θα βλέπατε ότι οτιδήποτε από 4/10 και πάνω θεωρείται καλό. Οπότε νομίζω το 2/10 (αντιστοιχεί σε “C” – απλώς ξέχασα να το προσθέσω στην κριτική το C) είναι μια αξιοπρεπής βαθμολογία. (Νομίζω πέρυσι ο μεγαλύτερος βαθμός που έβαλα σε ταινία ήταν 5 ή 6, για να καταλάβετε).

      Εν τέλει, απλώς ένιωσα την ανάγκη να τοποθετηθώ. Μπορεί να διαφωνείτε, αλλά θεώρησα σωστό να απαντήσω και ευχαριστώ για τον κόπο που κάνατε να γράψετε το μακροσκελές σχόλιό σας.

Comments are closed.