Τίτλος: Το Βλέμμα του Οδυσσέα
Σκηνοθέτης: Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Παραγωγή: 1995
«Πιστεύω ότι είναι μια ταινία που θα μείνει στην ιστορία.» (Βιμ Βέντερς)
Το Βλέμμα του Οδυσσέα αποτελεί κορυφαία στιγμή του ελληνικού κινηματογράφου, δημιούργημα ενός αυθεντικού auteur, που αν και σύγχρονος, φαντάζει να έρχεται από μια άλλη εποχή. Επιτρέψτε μου, ωστόσο, να ξεκινήσω το άρθρο μου αυτό με ένα παράπονο: ο Αγγελόπουλος υπήρξε ένας αδικημένος σκηνοθέτης στην Ελλάδα. Όταν οι Ευρωπαίοι κριτικοί και το σινεφίλ ευρωπαϊκό κοινό μιλούσαν με τα καλύτερα λόγια για τις ταινίες του, στην Ελλάδα οι ίδιοι παράγοντες συχνά τον αντιμετώπιζαν με έπαρση.
Επί της ουσίας όμως. Αν και κατά κανόνα Ο Θίασος θεωρείται η σπουδαιότερη ταινία του σκηνοθέτη, προσωπικά θα επέλεγα το Βλέμμα του Οδυσσέα ως την πιο αντιπροσωπευτική. Κατά την άποψη μου αποτελεί όχι μόνο αριστούργημα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, αλλά θα συμφωνούσα με τους κριτικούς του περιοδικού Times που την συγκαταλέγουν ανάμεσα στις 100 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών.Θυμάμαι χαρακτηριστικά, το 1995, όταν βγήκε στις αίθουσες Το Βλέμμα του Οδυσσέα. Η ταινία μόλις είχε επιστρέψει από τις Κάννες με το Μεγάλο Βραβείο Κριτικής Επιτροπής. Ο Βιμ Βέντερς είχε πει: «Έφυγα από τις Κάννες μαγεμένος από το ‘Βλέμμα του Οδυσσέα’. Στο Τόκιο που βρίσκομαι τώρα με ακολουθεί. Πιστεύω ότι είναι μια ταινία που θα μείνει στην ιστορία.» Ωστόσο, όταν η ταινία προβλήθηκε στις ελληνικές αίθουσες οι ελληνικές κριτικές ήταν ελαφρώς αποδοκιμαστικές, έστω μέτριες: όσο η ταινία είχε αποθεωθεί από την Ευρωπαίους θεατές, τόσο στην Ελλάδα ο κόσμος και οι κριτικοί δήλωναν με καμάρι την προτίμηση τους για το –κατά την άποψή μου, σαφώς κατώτερο- Underground του Κουστουρίτσα (από το οποίο ο «Οδυσσέας» έχασε στις Κάννες τον Χρυσό Φοίνικα). Γενικώς, δεν μπορούμε να πούμε ότι ο Έλληνας θεατής υπήρξε ικανοποιημένος από το σινεμά του Αγγελόπουλου και δεν είναι υπερβολή να δηλώσω ότι ο μέσος θεατής ήταν αχάριστος με το έργο του σκηνοθέτη. Οι ταινίες του θεωρούνταν, αργές και βαρετές, την στιγμή που άλλοι μεγάλοι auteurs κινηματογραφούσαν με παρόμοιο τρόπο χωρίς όμως να τους βαραίνουν τέτοιοι χαρακτηρισμοί. Όταν επιτέλους το 1998 ο σκηνοθέτης πήρε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες πολλοί Έλληνες κριτικοί έφτασαν σε σημείο να σχολιάσουν ότι ήταν ένα βραβείο που δόθηκε «χαρισματικά» στον σκηνοθέτη επειδή, κατά κάποιον τρόπο, η επιτροπή του το χρωστούσε.
Σε αυτή την ταινία ο Harvey Keitel υποδύεται τον Α., έναν σκηνοθέτη που από την Αμερική επιστρέφει στην Ελλάδα για να εντοπίσει το πρώτο φιλμ που γυρίστηκε ποτέ στην χώρα μας. Το ταξίδι ξεκινά από την Φλώρινα, όπου μέσα στα βροχερά σοκάκια της πόλης, το πλήθος διαμαρτύρεται για τη τελευταία ταινία του Α. – η προβολή της οποίας προφανώς είχε προκαλέσει αντιδράσεις. Απέναντι από το ξεσηκωμένο πλήθος, βρίσκονται οι οπαδοί του σκηνοθέτη κρατώντας ομπρέλες, σε μία άκρως συμβολική σκηνή που παραπέμπει σε ένα πραγματικό γεγονός από την καριέρα του Αγγελόπουλου. Από την Φλώρινα ο πρωταγωνιστής θα ξεκινήσει το ομηρικό του ταξίδι φθάνοντας μέχρι και τα Βαλκάνια, μέσα από τοπία με χιόνια, ομίχλη, θάλασσες και ποτάμια. Σχεδόν σε κάθε μέρος συναντά και μια γυναίκα, έτοιμη να τον ακολουθήσει και, κάθε φορά, ο Α. την αφήνει πίσω για να συνεχίσει το ταξίδι του.
Μερικές σκηνές είναι αξιομνημόνευτες: η αρχική σκηνή στη Φλώρινα για την θρησκευτική ευλάβεια με την οποία είναι στημένη. Έπειτα, είναι η σκηνή όπου το ταξί στο οποίο επιβαίνει ο Α. θα σταματήσει στα χιονισμένα αλβανικά σύνορα. Εκεί ο ταξιτζής (Θανάσης Βέγγος), θα αφήσει τον Α., λέγοντάς του: «Ξέρεις κάτι, η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός. Κάναμε τον κύκλο μας». Αργότερα, υπάρχει μια σεκάνς όπου βρισκόμαστε στο πατρικό σπίτι του Α. Είναι παραμονή πρωτοχρονιάς, ο Α. είναι παιδί και όλοι οι συγγενείς που πλέον έχουν πεθάνει, χορεύουν γύρω του. Καθώς μπαίνει το νέο έτος, ανάμεσα σε χορούς και γλέντια, βλέπουμε με αριστοτεχνικό τρόπο να περνούν τα χρόνια και η μετέπειτα ιστορία της Ελλάδας να ξετυλίγεται μπροστά μας, όλα αυτά σε ένα μονοπλάνο που διαρκεί 15 ολόκληρα λεπτά και κυριολεκτικά διαδραματίζεται στο σαλόνι ενός αρχοντικού.
Ωστόσο, μία από τις πιο συμβολικές και άκρως ποιητικές σκηνές συναντάται αργότερα στην ταινία, όταν ο πρωταγωνιστής ταξιδεύει πάνω σε ένα φορτηγό-πλοίο το οποίο μεταφέρει ένα τεράστιο άγαλμα του Λένιν. Όσο το πλοίο ταξιδεύει στον Δούναβη, γινόμαστε μάρτυρες μιας νεκρικής πομπής, καθώς ο κόσμος που έχει μαζευτεί στην όχθη του ποταμού παρακολουθεί σιωπηλά τον Λένιν, ξαπλωμένο και διαμελισμένο, να χάνεται μπροστά τους, σε ένα πλάνο που συνοδεύει η ατμοσφαιρική μουσική της Καραΐνδρου. Ενώ το πλοίο με το άγαλμα περνά μπροστά από τα πλήθη ανθρώπων, βλέπουμε ένα σημαντικό κεφάλαιο της ιστορίας να κλείνει, και αργά ένα καινούριο να ανοίγει.
«Αυτού του είδους η κινηματογράφηση, τόσο προσωπική και μοναδική μέσα στην ιδιαιτερότητά της, επιστρέφει στις ρίζες του σινεμά.» (-Κουροσάβα)
Προς το τέλος της ταινίας ο Οδυσσέας φτάνει στην Ιθάκη του, που δεν είναι άλλη από το εμπόλεμο Σεράγεβο. Σε μία άλλη αριστοτεχνική σκηνή που ακολουθεί, ο Αγγελόπουλος θα καλύψει το τοπίο με ομίχλη, όσο η βία του πολέμου λαμβάνει μέρος. Ως θεατές μπορούμε να ακούμε τους πυροβολισμούς και διαισθανόμαστε τον θάνατο, ωστόσο δεν μπορούμε να διακρίνουμε τίποτα μιας και το πέπλο ομίχλης έχει καλύψει τα πάντα.
Όπως σε κάθε ταινία του Αγγελόπουλου οι συμβολισμοί είναι διάχυτοι. Το ταξίδι του Οδυσσέα, η Πηνελόπη ενσαρκωμένη από τις γυναίκες που συναντά ο Α. στα ταξίδια του, η νοσταλγία για τη πατρίδα, η αναζήτηση για τα πρώτα φιλμ που έγιναν στην Ελλάδα. Όσον αφορά την σκηνοθετική ματιά, η ταινία είναι χάρμα οφθαλμών από καλλιτεχνική άποψη, αλλά και τεχνικά αξιοθαύμαστη, ικανή να ικανοποιήσει και τους πιο απαιτητικούς σινεφίλ. Ο θεατής δεν χορταίνει να χάνεται στα περίφημα μονοπλάνα του Αγγελόπουλου (καθένα από αυτά μια σπουδή στη λήθη του χρόνου), ενώ τα μαγευτικά τοπία φύσης, σήμα-κατατεθέν του σκηνοθέτη δοξάζονται στην παρούσα ταινία. Όσο για την μουσική της Καραΐνδρου, δένει τόσο με την λυρική ατμόσφαιρα, που αναρωτιέσαι αν θα μπορούσε να έχει γραφτεί καλύτερο soundtrack για να συνοδεύσει τον «αγγελοπουλικό» κόσμο.
Πραγματικά είναι κρίμα σε μια τόση μικρή χώρα όπως η Ελλάδα, ένας τόσο τεράστιος σκηνοθέτης όπως ο Αγγελόπουλος συχνά να αντιμετωπίζεται από πολλούς με αλαζονεία. Και ο κοινότυπος πλέον χαρακτηρισμός ότι οι ταινίες του είναι αργές, δείχνει πόσο εθελοτυφλούν μερικοί θεατές και πόσο επιφανειακά παρακολουθούν τις ταινίες χωρίς να τις βλέπουν. Άλλωστε μέρος της μαγείας του Αγγελόπουλου βρίσκεται ακριβώς στα αργά, μνημειώδη πλάνα: εκεί όπου ο χρόνος, δίνοντας την ψευδαίσθησης της στασιμότητας, ουσιαστικά αφουγκράζεται την αιωνιότητα. Ή όπως αλλιώς σχολίασε ο μεγάλος Γιαπωνέζος σκηνοθέτης Κουροσάβα: «Μέσα από το φακό του ο Αγγελόπουλος κοιτάει τα πράγματα με σιωπή. Αυτού του είδους η κινηματογράφηση, τόσο προσωπική και μοναδική μέσα στην ιδιαιτερότητά της, επιστρέφει στις ρίζες του σινεμά.»