Τίτλος: Ρόμα
Σκηνοθεσία: Alfonso Cuarón
Παραγωγή: 2018
Η ταινία είναι ημιβιογραφική και ο Cuarón στήνει οικογενειακές σκηνές εμπνευσμένες από τη δική του παιδική ηλικία στο Μεξικό. Έτσι λοιπόν, η άνετη, μεσοαστική ζωή του σκηνοθέτη, τη δεκαετία του ’70, ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας με το πρώτο μισάωρο της ταινίας να είναι άκρως εντυπωσιακό ως μία συγκεντρωτική ματιά στην οικογενειακή ζωή του, στην άνετη, πολυτελή κατοικία του στη γειτονία Ρόμα (από όπου και το όνομα της ταινίας).
Πρόκειται για μία ταινία συνώνυμο της υπερ-σκηνοθετημένης φωτογραφίας. Προσπαθήστε να φανταστείτε την εξής εικόνα: μια ταράτσα όπου η βοηθός του σπιτιού πλένει στο χέρι τα ρούχα τραγουδώντας, ακούγοντας μουσική από ένα παλιό ραδιοφωνάκι, τα παιδιά να παίζουν κλέφτες και αστυνόμους τρέχοντας γύρω της. Το παιχνίδι, ως συνήθως, καταλήγει σε αθώο τσακωμό και τότε το μικρότερο αγόρι ξαπλώνει ανάσκελα στον φεγγίτη παριστάνοντας τον νεκρό, με την οικιακή βοηθό να το ακολουθεί, σε ένδειξη συμπαράστασης, και να ξαπλώνει κι αυτή αντιδιαμετρικά δίπλα του, κι όλα αυτά όσο στο βάθος διακρίνονται κι άλλες νοικοκυρές στις οροφές των σπιτιών να ασχολούνται με τη μπουγάδα τους, όσο ακούμε τους ήχους από τα γειτονικά σπίτια, τις φωνές των κατοίκων, τα σκυλιά που γαβγίζουν, σχεδόν μπορούμε να μυρίσουμε τις μπουγάδες που κρέμονται και στάζουν από τα σχοινιά, κάπου στο βρεγμένο πάτωμα κείτεται μια τρύπια μπάλα ποδοσφαίρου, σαπουνάδες παντού. Με όποιον τρόπο κι αν επιχειρήσει κάποιος αυτή την περιγραφή δεν θα καταφέρει καν να πλησιάσει τη γλαφυρότητα με την οποία ο Cuarón στήνει κι αποδίδει τη νοσταλγία μέσα από τέτοιες σκηνές.
Η λεπτομέρεια και η αισθητική του σκηνοθέτη συχνά εντυπωσιάζουν και αποτυπώνουν ολοζώντανα τη μελαγχολική ατμόσφαιρα της εποχής. Αξιοπρόσεκτη είναι επίσης η κίνηση της κάμερας εντός του σπιτιού με τα μεγάλα μονοπλάνα και επιδέξια travelling να ακολουθούν τα μέλη της οικογένειας και το προσωπικό, καθώς αυτοί ασχολούνται με την καθημερινότητά τους. Ο Cuarón φαίνεται να γνωρίζει καλά τα μυστικά των μεγάλων δημιουργών και ξέρει πότε να εστιάσει σε μικρές και ασήμαντες (φαινομενικά) λεπτομέρειες αισθητικής άποψης: το παρκάρισμα του αυτοκινήτου που ίσα-ίσα χωράει στο σπίτι, τα αεροπλάνα που πετάνε στο παρασκήνιο (τα οποία τυχαία έχουν καταγραφεί στην ταινία), τη γλαφυρότητα των ’70s.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας δεν είναι ούτε ο πατέρας (ο οποίος σύντομα παραγκωνίζεται στην πλοκή) ούτε η μητέρα, ούτε τα παιδιά καθαυτά, αλλά η Cloe, η Mixtec οικιακή τους βοηθός, μια συνεσταλμένη, απίστευτα ήσυχη γυναίκα, η οποία θα ζήσει μια σειρά από ασύλληπτα δρώμενα σε διάστημα μόλις μερικών μηνών. Κι εδώ το σενάριο του Cuarón, το οποίο μπορεί να ταίριαζε με τον υπερρεαλισμό του Fellini, αρχίζει να κάνει νερά (παρεμπιπτόντως το νερό είναι ένα από τα βασικά σύμβολα της ταινίας).
Τα δράματα και οι συμπτώσεις που συμβαίνουν μέσα σε τόσο λίγο καιρό, στην πραγματικότητα θα έπαιρναν χρόνια. Σεισμοί, εγκυμοσύνες, εμφύλιοι, πυρκαγιές, δολοφονίες, απειλές, σε σημείο που μόλις περάσει το ήσυχο μισάωρο, ο υποψιασμένος σινεφίλ αρχίζει να ανησυχεί ότι οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί στην πρωταγωνίστρια ανά πάσα στιγμή.
Και δυστυχώς μετά το εντυπωσιακό της άνοιγμα η ταινία αρχίζει υφολογικά να αγγίζει τα όρια της κακογουστιάς, μια κακογουστιά όμως που κρύβεται πολύ καλά στην εντυπωσιακή οπτικοποίηση της ταινίας: Όταν στα πρώτα πλάνα η μητέρα αποχαιρετά τον πατέρα κλαίγοντας, ακίνητη στη μέση του δρόμου ενώ παρελαύνει μια μπάντα, εύχεσαι αυτή να είναι και η μοναδική προσποιητή σκηνή. Όμως, δυστυχώς, αργότερα ο θεατής θα συνειδητοποιήσει ότι συχνά αυτή είναι και η προσέγγιση του σκηνοθέτη: η σύνθεση περίτεχνων σκηνών υπερβολής που αρχίζουν να φαντάζουν ως στοιχείο εντυπωσιασμού, αφού δεν προσφέρουν απολύτως τίποτα ούτε στο ξεδίπλωμα της πλοκής (αν δεν υπήρχε πλοκή θα ήταν δικαιολογημένες) αλλά ούτε στην κατανόηση της προσωπικότητας των πρωταγωνιστών. Αν ο σκηνοθέτης φρόντιζε να μας προσφέρει, καθαρά από οπτική άποψη, μία ταπετσαρία-ανάγλυφο των παιδικών του χρόνων τότε θα έβγαζαν νόημα. Από τη στιγμή όμως που πάει να καταπιαστεί με βαθιά συναισθηματικές πτυχές των πρωταγωνιστών (το παρελθόν των οποίων παραμένει άγνωστο), οφείλει αυτόν του τον σκοπό να τον διεκπεραιώσει κάπως.
Ως παράδειγμα αναφέρω μία σκηνή που λαμβάνει χώρα την παραμονή πρωτοχρονιάς, όπου ενώ η μπουρζουαζία διασκεδάζει σε ένα ορεινό θέρετρο, το δάσος πιάνει φωτιά. Όσο οι μεσοαστοί είναι απασχολημένοι με την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ταυτόχρονα ακούμε να κάνουν την αντίστροφη μέτρηση για την αλλαγή του χρόνου κι αμέσως μετά ένας άνδρας φορώντας χριστουγεννιάτικη στολή κάποιου «τέρατος» (προφανώς τοπικού χριστουγεννιάτικου θρύλου) αρχίζει να τραγουδάει ένα παραδοσιακό τραγούδι. Αναφέρω αυτή τη σκηνή γιατί αποτυπώνει την επιδεικτικότητα στο στήσιμο των σκηνών του Cuarón, που ναι μεν τεχνικά μπορεί να έχουν μια δόση αληθοφάνειας, αλλά το σχεδόν χορογραφημένο στήσιμό τους και η εστίαση της κάμερας στα πιο εξωπραγματικά στοιχεία δεν πείθουν. Είναι λες και πρέπει πάντα, χωρίς λόγο, να συμβαίνουν πολλά στοιχεία ταυτόχρονα.
Όταν ωστόσο η πλοκή εστιάζει στη ζωή της οικιακής βοηθού, τότε το δράμα εντείνεται και δυστυχώς υπάρχουν φορές που ξεπερνά τα όρια του καλαίσθητου (παρά τη ρεαλιστική χρήση πραγματικών γιατρών, η σκηνή του μαιευτηρίου σοκάρει με τον περιττά ωμό ρεαλισμό της) και δυστυχώς φτάνει στα όρια της σαπουνόπερας: κάτι βέβαια που ο μέσος θεατής δεν θα συνειδητοποιήσει απλούστατα επειδή η ταινία φαντάζει ως μία ασπρόμαυρη πανδαισία ωραίων εικόνων και αργής σκηνοθεσίας.
Είναι κρίμα γιατί αν ο Cuarón κρατούσε τους ήπιους τόνους του πρώτου μισάωρου, και αν συνέχιζε σε αυτό το στυλ-ντοκιμαντέρ, θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει κάτι σημαντικό. Τώρα αυτό που που βλέπουμε είναι ουσιαστικά μια σαπουνόπερα τυλιγμένη σε faux arthouse αισθητική. Αυτό που κατορθώνει ο σκηνοθέτης είναι να πλάσει υπερβολικά στυλιζαρισμένες εικόνες οι οποίες, ωστόσο, δε δένουν μεταξύ τους όπως π.χ. στις ταινίες του Fellini, ακριβώς επειδή υπερισχύει η αισθητική έναντι της ουσιώδους ματιάς.
Κι αν και οι κριτικές στο εξωτερικό ήταν επί το πλείστον διθυραμβικές θα συμφωνήσω με τη μειονότητα αυτών, ότι δηλαδή ο Cuarón απλώς ξύνει την επιφάνεια όσον αφορά την ψυχοσύνθεση των ηρώων, ενώ οριακά καταλήγει και σε στερεοτυπικά συμπεράσματα. Π.χ. γιατί η ταινίας αντιμετωπίζει τους περισσότερους άνδρες με τόσο αρνητικό τρόπ; Γιατί ο τόσο σημαντικός ρόλος του πατέρα παραγκωνίζεται τελείως; Ακόμα και το εξής: γιατί παρόλες τις συστάσεις να καθαρίζονται οι ακαθαρσίες του σκύλου, εξακολουθούν να υπάρχουν περιττώματα σε αφθονία καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας; Ή, όπως επισήμανε μία κριτικός, γιατί δεν ασχολείται κανείς με τον σκύλο ο οποίος φαίνεται να υποφέρει στην ταινία; Τέλος, για να επιστρέψουμε στην πρωταγωνίστρια Cleo, έχουμε να κάνουμε με την κλισέ εικόνα της αμόρφωτης οικιακής βοηθού που μένει έγκυος και αποδέχεται τα πάντα χωρίς ξεσπάσματα. Και όλα αυτά σε μία πλούσια οικογένεια, σε μία μπουρζουά οικογένεια. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η κριτική του Richard Brody στο The New Yorker, όπου εξηγεί πώς ο χαρακτήρας της Cleo μετατρέπεται σε στερεότυπο. Όπως και να έχει, η γνώμη μου είναι ότι από πλευρά πολιτικής ορθότητας η ταινία θίγει αρκετές κοινωνικές ομάδες και όχι πάντα με τον καλύτερο τρόπο.
Κατά τα άλλα, οι ερμηνείες δεν είναι πάντα πειστικές (αν και αυτό ταιριάζει υφολογικά με την ταινία), η σκηνοθεσία μιμείται υπερβολικά τη δουλειά σπουδαίων auteur όπως προανέφερα (ο πληθωρισμός του Fellini, η παρατηρητικότητα της μπουρζουαζίας του Pasolini, η παραδοξότητα του Reygadas, η εναλλαγή των στοιχείων της φύσης του Tarkovsky. Βέβαια, δύσκολη η παρθενογένεση στις τέχνες, αλλά τα δείγματα εδώ είναι τόσο εμφανή όσο και στις Ακρότητες του Schrader, όπως παρατήρησα). Σεναριακά τα κενά είναι αρκετά, ενώ οι φυσικοί εξωτερικοί ήχοι αν και τεχνικά άψογοι (εδώ κάνοντας χρήση της νέας τεχνολογίας Dolby Atmos), δεν αποσκοπούν δυστυχώς κάπου (βλ., π.χ., την καινοτόμα χρήση εξωτερικών ήχων στις ταινίες του Μπέργκμαν). Σε όλους αυτούς τους τεχνικούς τομείς το Gravity ήταν σαφώς ανώτερο.
Κλείνοντας, να πω ότι πίσω από την ταινία βρίσκεται το Netflix που ίσως αυτό να δικαιολογεί κάπως την υπερβολική πλοκή της (και το μελό), ενώ στην κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Βενετίας, όπου βραβεύτηκε με το πρώτο βραβείο, πρόεδρος ήταν ο φίλος του σκηνοθέτη Guillermo del Toro, ο οποίος μάλιστα δήλωσε ότι η ταινία είναι μέσα στις 5 αγαπημένες του ταινίες που έγιναν ποτέ (!) Όσον αφορά δε στην προώθηση της ταινίας, διάφορες πηγές κάνουν λόγο για βαρύ promotion από την εταιρεία παραγωγής.
Μπορείτε να δείτε ωστόσο το Roma για την καλή φωτογραφία και για το πρώτο, πιο ήσυχο μέρος πριν η ταινία μετατραπεί σε συνονθύλευμα δραμάτων. Τα πρώτα αυτά λεπτά προοικονομούν σπουδαίο κινηματογράφο εξού και η καλή βαθμολογία στην παρούσα κριτική.
Προσωπική αξιολόγηση: 4/10 (B-)
Φωτογραφία: Movie poster/Netflix
[…] Ρόμα 4/10 (B-) […]
[…] Ρόμα 4/10 (B-) […]