Τίτλος: La Notte (Η Νύχτα)
Σκηνοθέτης: Michelangelo Antonioni
Παραγωγή: 1961
«Μα κάθε φορά που ετοιμάζομαι να επικοινωνήσω με κάποιον, η αγάπη εξαφανίζεται.»
– Valentina (Monica Vitti)
Τι σκέφτονται άραγε οι ήρωες του Αντονιόνι όταν παρατηρούν τους άλλους ανθρώπους; H Lidia (Jeanne Moreau) περπατά μόνη στους άδειους δρόμους του Μιλάνου. Δεν γνωρίζουμε αν έχει κάποιον συγκεκριμένο προορισμό. Ένας εργάτης φαίνεται να τρώει το κολατσιό του ακουμπώντας την πλάτη του σε έναν τοίχο. Η Lidia σταματά για λίγα δευτερόλεπτα, τον παρατηρεί. Όταν αυτός γυρίσει και την κοιτάξει αυτή τον προσπερνά, μόνο και μόνο για να ξαναγυρίσει το κεφάλι της και να τον περιεργαστεί γι άλλη μια φορά. Ο λόγος άγνωστος. Τι συμβαίνει στο μυαλό και την ψυχή της ηρωίδας; Γιατί περιεργάζεται τον κόσμο, ακόμα και τον ίδιο τον σύζυγό της λες και βλέπει για πρώτη φορά άνθρωπο; Τι προσπαθεί να «διαβάσει»; Την ίδια νύχτα σε ένα κοσμικό πάρτι, στον κήπο βρίσκεται μια γάτα ανάμεσα στο πλήθος, στέκεται σαν στήλη άλατος, κοιτάζοντας έντονα ένα μικρό άγαλμα απέναντι της. «Κοιτάζει αυτό το άγαλμα όλη τη νύχτα», θα πει η οικοδέσποινα στη Lidia κάποια στιγμή αναφερόμενη στη γάτα. «Ποιος ξέρει τι σκέφτεται; Ίσως και να το περιμένει να ζωντανέψει… Οι γάτες είναι παράξενες…» Οι παραπάνω δύο σκηνές δεν διαρκούν παρά μόνο ελάχιστα δευτερόλεπτα, σε σημείο που ο θεατής μπορεί καν να μην τις προσέξει, αφού πρόκειται για λεπτομέρειες. Είναι όμως ακριβώς αυτές οι λεπτομέρειες μιας καθημερινής μέρας που συνήθως περνούν απαρατήρητες, αλλά εν τέλει ίσως και να είναι άμεσα συνδεδεμένες, αποτελώντας μυστηριώδεις αλλεπάλληλους υπαινιγμούς για την ύπαρξή μας, μέσα σε ένα δαιδαλώδες σύμπαν, το οποίο μπορεί να είναι το ένα και το αυτό είτε διαρκεί μία ολόκληρη ζωή, είτε απλά 24 ώρες.
Το La Notte (που πράγματι διαδραματίζεται μέσα σε ένα 24ωρο) αποτελεί το δεύτερο μέρος της τριλογίας του Αντονιόνι για την αποξένωση και έλλειψη επικοινωνίας στις ανθρώπινες σχέσεις: το L’ Avventura (Η Περιπέτεια) είναι η πρώτη ταινία, ακολουθεί το La Notte (Η Νύχτα), και η τριλογία κλείνει με το L’ Eclisse (H Έκλειψη), κριτική της οποίας μπορείτε να διαβάσετε εδώ. Δύο είναι οι κεντρικοί ήρωες στην ταινία: Η προαναφερθείσα Lidia, τον ρόλο της οποίας υποδύεται εκφραστικότατα η Jeanne Moreau, και ο σύζυγός της, ο πετυχημένος συγγραφέας Giovanni Pontano (Marcello Mastroianni). Ταιριάζει γάντι στον Mastroianni ο ρόλος του γοητευτικού και μελαγχολικού, διανοούμενου γυναικοκατακτητή (!). Νομίζω ότι είναι από τις μεγαλύτερες ερμηνείες του, αφού κατά τη διάρκεια της ταινίας τα βάθη της προσωπικότητάς του ρόλου που υποδύεται παραμένουν ένα αίνιγμα: λατρεύει τις νυχτερινές εξορμήσεις και τις ωραίες γυναίκες, παρορμητικός, αλλά ταυτόχρονα βαθιά στοχαστικός, ενώ τα μάτια του προδίδουν μια κάποια μελαγχολία. Ο χαρακτήρας του συνοψίζεται με τα ίδια τα λόγια του σε μία μεταφορική ιστορία που διηγείται σε μία θαυμάστριά του: «Θα σου πω την ιστορία ενός ερημίτη, ενός διανοούμενου φυσικά, τρεφόταν μόνο με δροσοσταλίδες, μέχρι που έφτασε στην πόλη…όπου δοκίμασε κρασί και κατέληξε αλκοολικός.»
Σε αντίθεση με τον Giovanni, η Lidia φαίνεται συνεχώς να αποφεύγει τον κόσμο. Και όταν έρχεται τελικά σε επαφή μαζί του προτιμά να τον παρατηρεί σιωπηλή. Η ταινία ξεκινά με το ζευγάρι να επισκέπτεται έναν ετοιμοθάνατο φίλο τους στο νοσοκομείο. Εκεί είναι η Lidia αυτή που δεν θα αντέξει την κατάσταση του ασθενούς και θα βγει έξω για να κλάψει. Ο σύζυγός της, αντιθέτως, όχι μόνο θα παραμείνει, αλλά αποχωρώντας από το νοσοκομείο δεν θα διστάσει να αφεθεί στα χάδια μιας ανεξέλεγκτης ασθενούς που θα τον παρασύρει στο δωμάτιό της. Με αυτή την μυστηριώδη και κάπως αρρωστημένη σκηνή ο Αντονιόνι μας προδιαθέτει για την συγκεχυμένη, παρορμητική προσωπικότητα του Giovanni και μας προετοιμάζει για τις επόμενες πράξεις του.
Καθώς η μέρα κυλά αργά, η Lidia θα περιπλανιέται στους δρόμους του Μιλάνου -αφού θα έχει πρώτα “δραπετεύσει” από μία αποπνικτική παρουσίαση του βιβλίου του Giovanni- παρατηρώντας αδιάκοπα σαν μικρό παιδί τα διάφορα μέρη και τον κόσμο που συναντά. Η φυγή της από την βιβλιοπαρουσίαση και η βόλτα που θα την οδηγήσει στο να διαλύσει τον καβγά μιας συμμορίας, τονίζουν τον τρόπο με την οποίο η ηρωίδα αρνείται να παραδεχθεί (ή να αποδεχθεί) την υποκρισία και την έλλειψη ανθρωπιάς γύρω της. Άραγε αποτελεί αφορμή για αυτή της την στάση η επίσκεψη στον ετοιμοθάνατο φίλο της ή την απασχολούσε κάτι βαθύτερο από πριν;
Η μέρα θα φύγει και τους δυο πρωταγωνιστές θα τους βρει η νύχτα μαζί με την απότομη απόφαση της ηρωίδας να δεχτεί την πρόταση για ένα κοσμικό πάρτι (κάτι που αρχικά είχε αρνηθεί). Το κλίμα της αποξένωσης που κυριαρχούσε στο πρώτο μισό της ταινίας, δεν φαίνεται να υποχωρεί στο δεύτερο μισό που διαδραματίζεται ανάμεσα σε πολλούς καλεσμένους, στους εσωτερικούς και εξωτερικούς χώρους, στο πάρτι της υπερπολυτελούς έπαυλης ενός εφοπλιστή. Οι δύο πρωταγωνιστές θα πάρουν διαφορετικούς δρόμους. Ο Giovanni θα επιχειρήσει να αναμειχθεί και να γνωρίσει νέο κόσμο. Η Lidia, από την άλλη, βρίσκεται την περισσότερη ώρα μόνη και αποφεύγει οποιαδήποτε γνωριμία. Ακόμα και όταν μία φίλη της της προτείνει να την συστήσει σε έναν γοητευτικό άνδρα, αυτή αρνείται πεισματικά και σηκώνεται να φύγει. Αν και η Lidia θα συναντήσει ξανά τυχαία τον ίδιο άνδρα, κι ενώ φαίνεται να της αρέσει, θα συνεχίσει να τρέχει μακριά του, σαν να θέλει να αποφύγει οποιαδήποτε έντονη σχέση, όχι μόνο μαζί του αλλά με οτιδήποτε ζωντανό. Ωστόσο, η ίδια η Lidia είναι αυτή που θα παροτρύνει τον Giovanni να γνωρίσει μία όμορφη καλλονή η οποία φαίνεται να πλήττει ολομόναχη μες στην έπαυλη όσο οι άλλοι διασκεδάζουν έξω στον κήπο. Αυτή η καλλονή που ακούει στο όνομα Valentina (Monica Vitti) θα υπάρξει το τρίτο σημαντικό πρόσωπο της ταινίας. Πολλά θα διαδραματιστούν σε αυτό το νυχτερινό πάρτι και δεν υπάρχει λόγος να αναφέρω εδώ, αφού η μαγεία στις ταινίες του Antonioni έγκειται ακριβώς στην έλλειψη μιας συγκεκριμένης πλοκής, όπου ο θεατής θα περίμενε με αγωνία να δει την εξέλιξή της.
Συγκεκριμένα, ο σκηνοθέτης αφήνει τον θεατή να εντρυφήσει στην απλή καθημερινότητα των δύο ηρώων του χωρίς να ανοίγει τελείως τα χαρτιά του για τις εμμονές που απασχολούν τους χαρακτήρες τους. Μέσα από λήψεις και τοποθετήσεις της κάμερας με γεωμετρική αυστηρότητα και ακρίβεια (τεχνικές που θα βρούνε την ωρίμανση τους στην Έκλειψη), θα κάνει παραλληλισμούς ανάμεσα στη διαμόρφωση του χώρου -άλλοτε άδειου και κενού και άλλοτε μες στο χάος του πλήθους και των αυτοκινήτων- και του ψυχισμού των ηρώων του. Πολύ έξυπνη και η χρήση του ήχου: στο πρώτο μισό της ταινίας ακούμε απειλητική φασαρία από ελικόπτερα, ρουκέτες, αυτοκίνητα, και σταδιακά, καθώς πέφτει η νύχτα, jazz μελωδίες θα αρχίσουν να συνθέτουν τη φιλάρεσκη ατμόσφαιρα των νυχτερινών γνωριμιών που ως συνήθως μυρίζουν προσδοκία.
Από τις ταινίες της τριλογίας, το La Notte είναι κατά τη γνώμη μου αυτή όπου η προσπάθεια του σκηνοθέτη να επικοινωνήσει με τον θεατή και να τον κάνει να νιώσει τα αόρατα ρεύματα της αποξένωσης είναι πιο διακριτική και ειλικρινής: τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι ανεπαίσθητα ακόμα και στον μυημένο σινεφίλ. Επιπλέον, είναι πιστεύω η ταινία που περιέχει περισσότερο συναίσθημα σε σχέση με τις υπόλοιπες δύο, αν και αυτό φυσικά αφήνεται στην ιδιοσυγκρασία του καθενός. Οι δύο κεντρικοί ήρωες, που στην πορεία γίνονται τρεις, φαίνονται να δυσκολεύονται να επικοινωνήσουν με τα άτομα που πραγματικά τους ενδιαφέρουν και πέφτουν θύματα παρορμητικών αποφάσεων και επιλογών: ο καθένας μοιάζει να βρίσκεται (ή να είχε βρεθεί) με το σωστό άτομο στο λάθος χώρο, τη λάθος στιγμή. Αυτό που αρχικά ξεκινά σαν μία συνάντηση όλο προσδοκία, συχνά καταλήγει να φαίνεται μάταιο και ρηχό. Πρόκειται για μία κατάσταση όχι πολύ διαφορετική από αυτήν που περιγράφει η όμορφη Valentina όταν εξομολογείται, «Ένιωθα δυστυχισμένη αυτή τη βραδιά, αλλά το παιχνίδι μας μου ‘φτιαξε το κέφι, τώρα όμως η δυστυχία εισχωρεί πάλι μέσα μου σαν τη μελαγχολία ενός σκύλου.»
Προσωπική Αξιολόγηση: 10/10
Πρωτοδημοσιεύθηκε: 14/10/09
[…] Η Νύχτα 10/10 (Α+) […]
[…] Η Νύχτα 10/10 (Α+) […]
[…] Πηγή: Αντονιόνι, Η Νύχτα, κριτική ταινίας – The High Arts Review […]