Κριτική ταινίας: Γυμνός (Naked) / Σκηνοθεσία: Mike Leigh / Παραγωγή: 1993
Ακόμα και οι καλοί σκηνοθέτες έχουν αδύναμες στιγμές και ο Γυμνός του Mike Leigh για μερικούς ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Γιατί, ναι μεν η σκηνοθεσία από τεχνικής άποψης είναι άρτια (βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάννες το 1993) και η ερμηνεία του David Thewlis είναι πειστική (βραβείο ερμηνείας στο ίδιο φεστιβάλ), όμως η ταινία συχνά φαντάζει μισογυνική και μισανθρωπική.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Στον Γυμνό, ο Mike Leigh εστιάζει για άλλη μια φορά σε χαρακτήρες της εργατικής τάξης, σήμα κατατεθέν του σκηνοθέτη, μόνο που αυτή τη φορά το αισθητικό κομμάτι είναι ακόμα πιο μουντό και ακατέργαστο. Ο σκηνοθέτης, χωρίς περιορισμούς, τα δίνει όλα και βουτάει βαθιά μέσα στην απόγνωση των ηρώων του — άνθρωποι που ζούνε για να επιβιώσουν από τη μάχη με τους εσωτερικούς δαίμονές τους. Όλοι κρύβουν μυστικά (άλλο ένα trademark του σκηνοθέτη), ακόμα και ο ευκατάστατος μπον βιβέρ, Jeremy (Greg Cruttwell), ο οποίος ναι μεν είναι ο μόνος χαρακτήρας στην ταινία που έχει μία οικονομική άνεση (πολυτέλεια για την ακρίβεια) αλλά η προσωπικότητά του — αν μπορέσουμε να μιλήσουμε για προσωπικότητα — είναι φθαρμένη ξεπερνώντας κάθε όριο ηθικής.
Συνοδοιπόρος του, αν και δεν παρουσιάζεται έτσι, είναι ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Johnny, ένας εξίσου αντιπαθητικός χαρακτήρας, που έχει αρκετά από τα χαρακτηριστικά του Jeremy: μισογύνης, μισάνθρωπος, ματαιόδοξος, αλαζόνας. Κι εδώ βρίσκεται για μένα, το μεγάλο σφάλμα της ταινίας: αν και οι δύο πρωταγωνιστές δεν έχουν τίποτα θελκτικό από άποψη χαρακτήρα, ο Mike Leigh μεταχειρίζεται τον Johnny με τέτοιο τρόπο που στο τέλος αρκετοί είναι αυτοί που θα τον θαυμάσουν. Το τέχνασμα του σκηνοθέτη είναι ότι ενώ η ταινία ξεκινάει δείχνοντας τον Johnny να βιάζει μια γυναίκα σε ένα στενό, καταλήγει κατά κάποιον τρόπο (ίσως και τυχαία) να τον παρουσιάζει σαν έναν επαναστατικό ήρωα: ο Johnny αναφέρει αδιάκοπα φιλοσόφους και γνωμικά, χειρίζεται αβάσιμα τα επιχειρήματά του δίχως να επιτρέπει στους συνομιλητές του να τον αντικρούσουν, και δεν διστάζει να επιτίθεται λεκτικά σε ανήμπορα άτομα. Αυτός είναι ο Johnny: μισάνθρωπος, χειραγωγός, εκμεταλλευτής.
Κι όμως εδώ βρίσκονται και τα επικίνδυνα εδάφη, στα οποία ο σκηνοθέτης φαίνεται να πατάει με την ιδεοληπτική έμφαση στον Johnny εις βάρος των άλλων χαρακτήρων: οι γυναίκες παραγκωνίζονται στην πλοκή, ενώ ο χαρακτήρας του Jeremy, ως δεύτερος πρωταγωνιστής, παρουσιάζεται εξαρχής ως η καρικατούρα ενός πλούσιου αλαζόνα. Έτσι, μένει ο φαινομενικά «επαναστάτης» Johnny (αυτός που στην αρχή είχε βιάσει μια γυναίκα, έκλεψε χρήματα, άσκησε bullying) να ασκεί μια λανθάνουσα γοητεία σε μεγάλο μέρος των θεατών, ένα όριο που δυστυχώς ξεπερνά ο σκηνοθέτης ηρωοποιώντας (άθελά του ίσως) έναν ανήθικο χαρακτήρα.
Όπως και σε άλλες του ταινίες, έτσι και εδώ ο Mike Leigh χρησιμοποιεί την τεχνική του αυτοσχεδιασμού: το σενάριο αυτοσχεδιαζόταν για τρεις περίπου μήνες πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Αυτό έχεις ως αποτέλεσμα ο Γυμνός να έχει τον ρεαλισμό ενός ντοκιμαντέρ και οι διάλογοι, ενώ είναι άκρως θεατρικοί, να παρουσιάζονται με άκρα πειστικότητα (άλλωστε ο Mike Leigh έχει βαθύτατα επηρεαστεί από το θέατρο, ο ίδιος θεατρικός συγγραφέας και θεατρικός σκηνοθέτης, αλλά και από τις ταινίες του Κασσαβέτη). Προσθέστε σε αυτά την τραχιά φωτογραφία, το soundtrack του Andrew Dickinson με τον σκοτεινό συνδυασμό από βαθύχορδα και άρπα, την αισθητική ενός Λονδίνου στις αρχές του ’90 (στον απόηχο της θατσερικής θητείας) και θα έχετε μία γενική εικόνα της ατμόσφαιρας της ταινίας. Αισθητικά πείθει, με μία-δύο σκηνές (όπως αυτήν με το νεαρό ζευγάρι από τη Σκωτία που περιπλανιέται στους δρόμους και ολόκληρη τη σκηνή με τον φύλακα κτιρίου) να φαντάζουν προσποιητές. Από τις ερμηνείες πραγματικά ξεχωρίζει αυτή της Katrin Cartlidge ως η απεγνωσμένη, μελαγχολική Sophie και θα έφτανα σε σημείο να πω ότι η ερμηνεία της είναι τόσο ολοκληρωμένη και αψεγάδιαστη που μόνο γι΄αυτήν αξίζει κανείς να δει την ταινία.
Η ακατέργαστη δύναμη αυτής της ταινίας δημιούργησε ένα μεγάλο φαν κλαμπ για τον Mike Leigh, οι κριτικές ήταν επί το πλείστον πολύ καλές, ενώ υπήρχαν και οι αρνητικές που κατέκριναν τον κάπως επιπόλαιο τρόπο που ο σκηνοθέτης προσεγγίζει σημαντικά θέματα όπως αυτό της βίας και της μεταχείρισης των γυναικών. Σε προσωπικό επίπεδο, είμαι σύμφωνος ότι σε ορισμένα σημεία ο σκηνοθέτης καταφεύγει σε εύκολες λύσεις και ξεπερνά κάποια όρια. Μπορεί να μην είναι το αριστούργημά του ή μια ταινία που θα ήθελα να ξαναδώ, μπορεί οι χαρακτήρες των δύο αντρών να αποτελούν ανθρώπους προς αποφυγή, είναι όμως αυθεντικός Mike Leigh και οι φαν της ταινίας αρκετοί.
Προσωπική αξιολόγηση: 5/10 (Β)
σκληρη ταινια, με αφησε συγκλονισμενο με διαφορους τροπους. οταν την ξαναειδα μετα απο λιγα χρονια ο χαρακτηρας του thewlis μου προκαλεσε πολυ περισσοτερα eye rolls. δεν νομιζω σε καμια περιπτωση οτι ο Λι ηρωοποιει τον edgy πρωταγωνιστη. (επισης δεν ξερουμε αν η πρωτη σκηνη ειναι βιασμος) Μαλλον ο ιδιος ηρωοποιει τον εαυτο του. Ο θαυμασμος του απο το κοινο έχει παρομοια δυναμικη με την ultra badass γευση που εχει αφησει στην ποπ κουλτουρα η φιγουρα του Ταξιτζή ενω δεν ειναι κατι παραπανω απο ενας απροσαρμοστος κοινωνιοπαθης δολοφονος. Δημιουργει μια αποξενωση απο το κινηματογραφικο συστημα ηρωων σε καποιον που το σκεφτεται λιγο παραπανω. Ο Λι δεν ειναι σκηνοθετης που κανει χοντροκομμενες τοποθετησεις στις ταινιες του, δεν ¨προσεγγιζει θεματα” ουτε στηνει ασπρομαυρες γραμμικες ηθικολογιες. αντιθετα, τις αφηνει να αναπτυχθουν οργανικα, με μια δικη τους ζωη. Αιχμαλωτιζει ετσι, ενα ιχνος της αμηχανης μιζεριας που διεπει και τις αληθινες ανθρωπινες σχεσεις και ζωες, ενα κομματι χαους και συγχυσης. Επομενως τετοιες επιφανειακες ηθικες αξιολογησεις τις βρισκω αστοχες.