Κριτική Ταινίας / Τίτλος: Η Παρείσφρηση / Σκηνοθέτης: Spike Lee
Παραγωγή: 2018
H Παρείσφρηση του Spike Lee ξεκινά με αρκετά false beginnings και τελειώνει με άλλα τόσα false endings. Και ακόμα και αυτές οι διαφορετικές «αρχές» ποικίλλουν σε στυλ: Στιγμιότυπα από το Όσα παίρνει ο άνεμος και έπειτα από το θρυλικό Η γέννηση ενός έθνους που καταλήγουν σε ένα δοκιμαστικό προπαγανδιστικό ντοκιμαντέρ για την υπεροχή της λευκής φυλής (με τον Alec Baldwin σε έναν μικρό ρόλο). Και μόνο μετά από όλα αυτά πραγματοποιείται η γνωριμία μας με τον Αφροαμερικάνο πρωταγωνιστή, Ron Stallworth (John David Washington) και συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Με αυτή την funky ενέργεια των seventies ο Spike Lee πρόκειται να διαποτίσει όλη την ταινία και μας προειδοποιεί ότι αυτό που πρόκειται να παρακολουθήσουμε βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα («Βased on some fo’ real, fo’ real sh*t»).
Θα πω μόνο ότι ο προαναφερθείς πρωταγωνιστής κατατάσσεται σε ένα αστυνομικό σώμα και, μέσα σε όλο τον ρατσισμό που αντιλαμβάνεται και αντιμετωπίζει γύρω του, αποφασίζει να δουλέψει ως undercover πράκτορας. Υπό αυτή την ιδιότητα θα προσπαθήσει να γίνει μέλος της Κου Κουξ Κλαν ώστε να μπορέσει να ερευνήσει τις επικίνδυνα ύποπτες δράσεις της. Δεν λέω περισσότερα (και γίνονται πολλά — πιστέψτε με το σενάριο είναι ένα ατέλειωτο κουβάρι που περιπλέκεται όλο και περισσότερο) γιατί ως γνωστόν -και σύμφωνα με το μότο του High Arts Review– το σενάριο σε μια ταινία δεν μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα (με εξαιρέσεις φυσικά). Βέβαια, στην Παρείσφρηση το ξεδίπλωμα της πλοκής είναι σχεδόν το Α και το Ω, όχι τόσο από άποψη μυθοπλασίας όσο για την αξιοπρόσεκτη δόμηση που ακολουθεί ο σκηνοθέτης. Όπου το κάθε επεισόδιο φαίνεται να αναδιπλώνεται από το προηγούμενο και να εισχωρεί ανεπαίσθητα στο επόμενο, αποακαλείπτωντας τον πυρήνα, σαν το ξεφλούδισμα ενός κρεμμυδιού.
Πιο αξιοζήλευτες δε είναι οι τεχνικές του Spike Lee. Από τις πιο εντυπωσιακές είναι τα dolly shots, τα οποία ο σκηνοθέτης έχει χρησιμοποιήσει και στο παρελθόν. Η κάμερα στηρίζεται σε ρόδες (dolly) για το travelling, ενώ παράλληλα και οι ίδιοι ηθοποιοί στηρίζονται σε dolly και «κυλάνε» ταυτόχρονα. Αυτή η ψευδαίσθηση της αιώρησης λοιπόν κάνει τους ηθοποιούς να φαίνονται αποκομμένοι από το περιβάλλον και λειτουργεί πολύ επιτυχημένα στην ταινία. Έπειτα είναι το ατμοσφαιρικό soundtrack με επιτυχίες από σημαντικούς καλλιτέχνες της εποχής, όπως οι Aretha Franklin, Τhe Temptations, Marvin Gaye και ένα από τα κύκνεια άσματα του Prince που ακούγεται στους τίτλους τέλους. Πέρα από τις κινηματογραφικές αναφορές ο σκηνοθέτης δεν διστάζει να παρεμβάλει και πραγματικό footage με σκηνές βίας από το συλλαλητήριο που οδήγησε στα επεισόδια στο Πανεπιστήμιο της Virginia το 2017. Πρόκειται για μία θαρραλέα όπως λέω απόφαση που πιθανό να σοκάρει κάποιους θεατές και, κατά την άποψη μου, ίσως να μη χρειαζόταν καν.
Πέρα από τα τεχνικά σημεία, ωστόσο, το μεγάλο ατού της ταινίας βρίσκεται στα πιο ήσυχα πλάνα και σκηνές που συγκεντρώνονται στις αντιδράσεις των χαρακτήρων, συχνά με ζοομάρισμα στα πρόσωπα της όπου τονίζονται ιδιαίτερα τα χαρακτηριστικά τους, όπως σε μία από τις πρώτες σκηνές όπου παρακολουθούμε αυτούσια την ομιλία του Kwame Ture υπέρ των δικαιωμάτων της αφροαμερικάνικης φυλής.
Όσον αφορά τις ερμηνείες αν και είναι σαφώς άρτιες ακροβατούν συχνά στο παράδοξο, εφήμερο, και καυστικό, λες και οι ήρωες της ταινίας θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με τη σοβαρότητα των ιστορικά σημαντικών ταινιών (και αμφιλεγόμενων όσον αφορά πιθανά ρατσιστικά στερεότυπα) που αναφέρονται στην αρχή της ταινίας (για να σας υπενθυμίσω: το Όσα παίρνει ο άνεμος και τη Γέννηση ενός έθνους).
Η Παρείσφρηση ίσως να είναι και η πιο δυνατή ταινία του Spike Lee, έναν σκηνοθέτη που δεν φοβάται να λέει αυτό που πιστεύει έξω από τα δόντια (και παραλίγο αυτό το θράσος να σοκάρει να του στοιχίσει και τις ίδιες τις κινηματογραφικές του σπουδές, όπως φημίζεται). Συναισθηματικά ώριμη, δυνατή, με άφθονο χιούμορ (κάτι που αδίκως παρέλειψα να αναφέρω στη κριτική μου) και στιλιστικά εντυπωσιακή.
Προσωπική αξιολόγηση: 6/10 (Β+)