Τίτλος: Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα
Συγγραφέας: Μαρία Κουγιουμτζή
Έκδοση: εκδ. Καστανιώτη (2016)
Το βιβλίο της Κουγιουμτζή Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα το διάβασα το 2016, λίγες μέρες αφότου κυκλοφόρησε. Η γνωριμία μου με το έργο της συγγραφέα είχε γίνει με κάπως ανορθόδοξο τρόπο, αφού τυχαία πρωτοδιάβασα μια μικρή ιστορία της σε blog με μικρά λογοτεχνικά κείμενα. Το να πω ότι εντυπωσιάστηκα θα ήταν λίγο. Αμέσως ένιωσα πως πρόκειται για μία μοναδική φωνή στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, βαθιά, εξωτική και απόκοσμη — μου θύμισε κατά πολύ τη Ζατέλη. Πολλά κολακευτικά επίθετα θα μου πείτε. Κι όμως δεν είναι υπερβολές. Έκτοτε αναζήτησα τα βιβλία της μέχρι που έφτασα στο τελευταίο και βραβευμένο της (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος ‒ Νουβέλας 2017). Και επειδή τότε, λόγω συγκυριών, είχα αφιερωθεί για μεγάλη περίοδο σε κριτικές κλασικής μουσικής αποφάσισα πλέον, με αφορμή φυσικά τη βράβευσή της, να γράψω δυο λόγια για το Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο -πρόκειται για μία συλλογή διηγημάτων- αυτό που με κέρδισε ήταν η καφκική ατμόσφαιρα των ιστοριών. Ορισμένες από αυτές δεν έχουν έκταση παρά μόνο μερικές σελίδες, δεν είναι ωστόσο τόσο μικρές για να θεωρηθούν flash fiction.
Το να μπω σε λεπτομέρειες για την πλοκή των ιστοριών θα σήμαινε να αφαιρέσω από τη μαγεία που σου αφήνει η εξερεύνησή τους. Άλλωστε η ομορφιά του έργου της δεν έγκειται ούτε στο πόσο αλλόκοτες είναι οι ιστορίες (και πιστέψτε με, κάποιες από αυτές ξεπερνούν τα όρια του φανταστικού) ούτε στον υπερρεαλισμό του, αλλά στην παραμυθένια υφή του. Κι όμως μην περιμένετε παραμύθια χρυσοποίκιλτα: Οι εικόνες που σου μένουν από το Όλα μπορούν να συμβούν μ’ ένα άγγιγμα έχουν να κάνουν με την ομίχλη του Αγγελόπουλου και το ασπρόμαυρο του Μπέλα Ταρ. Κυριαρχεί η γλαφυρή παρουσία ιδιόμορφων ανθρώπων, ζώων και όντων γενικότερα, παρουσίες όπως ο Γαβρήλος, ο Μούτε, ο βάλτος, η γιαγιά, ο γάτος…
Όσον αφορά τη γλώσσα, πρόκειται για έναν περίεργο συνδυασμό λυρικής και ρεαλιστικής διάθεσης, πρόζα η οποία ενισχύει την ονειρική και σαρκαστική μίξη ετερώνυμων κόσμων. Η Κουγιουμτζή ξέρει πότε να σταματήσει όταν τείνει να γίνει ρομαντική ή υπερβολικά γλαφυρή — το γεγονός ότι γνωρίζει τόσο καλά αυτές τις ισορροπίες μαρτυρά άτομο που έχει εντρυφήσει καλά στην παγκόσμια λογοτεχνία και ξέρει να δανείζεται στοιχεία από αυτήν χωρίς να μιμείται. Αντιθέτως, η μεταποίησή τους έχει μία πολύ βαλκανική επίγευση, μυρίζει χώμα και βροχή, λες και είναι γέννημα θρέμμα ασαφών τόπων όπου ο χρόνος κυλάει με διαφορετικούς ρυθμούς.
Χάρηκα με τη βράβευση της Κουγιουμτζή γιατί πιστεύω ότι είναι από τις λίγες χαρακτηριστικές φωνές της λογοτεχνίας της εποχής μας. Το σημαντικότερο πιστεύω είναι το ότι είναι αυθεντική, σε μία σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όπου οι νεωτερισμοί παλαιού τύπου (αυτοί που αν θέλετε μεσουρανούσαν τουλάχιστον μια εβδομηκονταετία πριν στην Ευρώπη) ξαφνικά έγιναν της μόδας ανάμεσα στους νεώτερους λογοτέχνες της χώρας μας. Και μόνο ότι η Κουγιουμτζή καταφέρνει να εντυπωσιάσει κριτικούς με το είδος της μυθοπλασίας που βασίζεται περισσότερο στην ευφάνταστη εξιστόρηση και λιγότερο σε επιτηδευμένα και αναχρονιστικά τεχνάσματα, είναι ελπιδοφόρο.